Αντριάνα Μπιρμπίλη: Ποιήματα

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ

Μονοπάτι ψέματος και αλήθειας,
γεμάτη με λακούβες μα και οπτασίες μέθης.
Την ύμνησαν, τη μίσησαν,
την είδαν, την προσπέρασαν.
Κάποιοι την κουβαλάν στην πλάτη σαν ξύλινο σταυρό,
και άλλοι στήνουν επάνω της ένα θέατρο φτηνό.
Αδίκησε τους πάντες,
άλλους τους έκανε αγωνιστές και άλλους ακροβάτες.
Πολλοί την απαρνήθηκαν μα άλλοι δεν την είδαν,
σε άλλους κουραστικά χαρίστηκε,
και απ’ άλλους την στερήσανε και ας ήτανε παιδιά.
Αυτή είναι η ζωή!
Αυτή είναι παιχνίδι και απάτη!
Όμως είναι και ο μόνος δρόμος να νιώσεις την αγάπη.

ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Παίζουμε;
Ή δεν αντέχεις;
Ρίξε το νόμισμα, να δούμε πού θα πέσει!
Στρατηγική ή διαίσθηση;
Διάλεξε πώς θα παίξεις!
Πάρε τα λευκά, παίρνω τα μαύρα,
και άρχισε να παίζεις!
Θα ζοριστείς να ξέρεις!
Λίγοι τα καταφέρνουν στα δύσβατα μονοπάτια της ζωής!
Οι περισσότεροι τα παρατάνε στη μέση της διαδρομής,
γιατί είναι σκληρές οι δοκιμασίες και αυστηροί οι κανόνες,
που φθείρουν την αντοχή.
Οι άνθρωποι μάχονται περισσότερο για το κέρδος,
παρά για την αγάπη!
Γελάς! Μα είναι αλήθεια!
Βολεύονται στα εύκολα για να μην νιώσουν κάτι.
Να ξέρεις τα καλύτερα φρούτα είναι στην κορυφή του δέντρου!
Αυτά μου αρέσουν εμένα!
Θα το τελειώσω το παιχνίδι!
Κι αν χάσω, τι έγινε δηλαδή;
Θα ξέρω τουλάχιστον πως άντεξα στη διαδρομή!

Θεοχάρης Παπαδόπουλος: Ποιήματα

ΕΞΟΦΛΗΘΗ

Εξοφλήθη ο λογαριασμός της ΔΕΗ,
πιο δίπλα του ΟΤΕ παρατημένος,
στο τραπεζάκι της ΕΥΔΑΠ και τα κοινόχρηστα,
υπομονετικά περιμένουν τη σειρά τους.
Μέτρησες τα λεφτά σου και δεν φτάνουν.
Κι είναι στ’ αλήθεια τραγικό:
Πληρώνεις μια ζωή λογαριασμούς
κι όλο καινούργιους πρέπει να πληρώσεις.
Σάμπως δεν είναι όλη η ζωή
ένας λογαριασμός
που κάθε μέρα
πρέπει να ξοφλάμε.

ΤΡΟΧΑΙΟ

Στο δρόμο περνάνε τ’ αυτοκίνητα.
Ατέλειωτο κομβόι,
οι σκέψεις σου στην άσφαλτο τσουλάνε.
Ξαφνικά, ακούς φωνές,
τροχαίο δυστύχημα,
αίμα στην άσφαλτο
και σίδερα σπασμένα.
Οι σειρήνες σου σκίζουνε τα αυτιά.
Οι σκέψεις άναψαν τσιγάρο
μήπως και κρύψουνε τη θλίψη στον καπνό,
για τη ζωή που αδιάφορα κυλά
για να χαθεί το ίδιο αδιάφορα
μπροστά μας.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στον Πειραιά. Ασχολείται με την ποίηση από τα παιδικά του χρόνια κι έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 8 ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα βουλγάρικα, στα αγγλικά, στα ισπανικά, στα αλβανικά, στα σουαχίλι και στα πακιστανικά (ουρντού). Διατηρεί μόνιμη στήλη κριτικής βιβλίου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Vakxikon.gr. Διαχειρίζεται τα blogs: «Ποιητικό σταυροδρόμι» και «Πόρτες Κλειστές».

Άνυδρος Αύγουστος

Ξυπνάς τρομαγμένος. Ακόμα μια φορά ο ίδιος εφιάλτης. Σε μια ώρα πρέπει να σηκωθείς για τη δουλειά.Ο λαιμός σου στεγνός. Το νερό δεν προλαβαίνει να κρυώσει στο παλιό ψυγείο. Το βουητό του ανεμιστήρα βασανίζει τα αυτιά σου. Περιμένεις στη στάση κάτω από έναν φονικό ήλιο. Στριμώχνεσαι στο λεωφορείο και ψάχνεις από κάπου να πιαστείς. Καθημερινά η ίδια αγωνία. Να φτάσεις στην ώρα σου, να φύγεις στην ώρα σου, να φτάσεις νωρίς στο σπίτι, να προλάβεις να ξεκουραστείς μέχρι την επόμενη μέρα. Μετράς τις μέρες να φύγει κι αυτό το καλοκαίρι,να έρθουν οι πρώτες βροχές, να δροσίσει ο τόπος. Ψάχνεις μια σκιά να πάρεις μια ανάσα. Περιμένεις μάταια να φυσήξει ένα αεράκι. Πέφτει ο ήλιος κι η πόλη ακόμα βράζει. Μια διαφήμιση στον δρόμο σού εύχεται «Καλές διακοπές».

Μάνια Μεζίτη: Ποιήματα

[nurse, par excellence]

μπήκα στο θάλαμο
μ’ ένα παλιό βυσσινί αυτοκίνητο
όπως άρμοζε στην τάξη μου
με χαμηλή αυτοπεποίθηση
ιδίως
όταν με κοιτούσαν
όσο περνούσε η ώρα
αντί να περπατάω στα βαμβάκια
όπως περίμενα
χόρευα επικίνδυνα στον πάγο
τότε ήταν που φώναζα
ο χρόνιος πάσχων πρέπει τώρα να πεθάνει
όμως αφού κανείς δεν πρόσεχε
τι λείπει
γυρνούσα τα σπασμένα πόδια μου
μια βγαίνοντας μια μπαίνοντας στο γύψο

[δεκαπενταύγουστος]

α
ρε μάνα
δεν είχες ποτέ αρκετά χρήματα
για δώρα
θυμάμαι ένα καλοκαίρι
που έφευγες για κρήτη
πήγες στον χόντο
και μου πήρες ένα κάρο κοκαλάκια
τσιμπιδάκια
χτενάκια του πραματευτή
για τη γιορτή μου
κι άλλοτε έφερνες στον γυρισμό
σκουλαρίκια χειροποίητα απ΄ τις γυναίκες του χωριού
που σκόπευαν να το κάνουν επάγγελμα
και να ζήσουν απ’ αυτό
ποιος έζησε ποτέ
από τα σκουλαρίκια με βελονάκι
όμως τα δώρα είναι δώρα
κι όταν πρόκειται για την οικοσκευή του γάμου
της μοναχοκόρης
όλα κι όλα
αιματηρή οικονομία για τα καλύτερα
θα φύγεις μάνα
πάλι
κάποια στιγμή
όλοι θα φύγετε

Βιογραφικό

Η Μάνια Μεζίτη γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε στα Τ.Ε.Ι Αθήνας και στο The Open University, UK (Honours Degree in Literature). Παρακολούθησε τον διετή κύκλο σπουδών του Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ στη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα. Από το 2007 έως το 2010 συνεργάστηκε με τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα ως επαγγελματίας αναγνώστρια αγγλόφωνης λογοτεχνίας. Έχει μεταφράσει βιβλία, ποιήματα και άρθρα για έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες. Επιμελείται τη διαδικτυακή ανθολογία poets.gr. Η μαύρη ανάμεσα (εκδόσεις κύμα, 2018 ) είναι το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα.

Ασημίνα Ξηρογιάννη: Ποιήματα

ΔΟΚΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ (2017)
 
Όταν το ποίημα αναζητά καταφύγιο στην ανθρώπινη
ύπαρξη και η ανθρώπινη ύπαρξη σε κείνο
Όταν το ποίημα σφυράει ανοίκειους σκοπούς
Όταν το ποίημα σβήνεται πιο πολύ παρά γράφεται
Όταν το ποίημα αναρωτιέται και στοχάζεται
Όταν το ποίημα διαβάζεται σιωπηλά
Όταν το ίδιο το ποίημα ξέρει να σιωπά
Όταν το ποίημα αντέχει τη σκιά του
Όταν το ποίημα δεν αντέχει τη σκιά του
Όταν το ποίημα γκρεμίζει τα τείχη
μιας ήδη υπάρχουσας παλαιομοδίτικης λογοτεχνίας
Όταν το ποίημα κατατρέχει τον δημιουργό του
με σκοπό να τον στοιχειώσει
Όταν το ποίημα έχει θάρρος
Όταν το ποίημα έχει θράσος
Όταν το ποίημα ερωτεύεται τον αναγνώστη
Όταν το ποίημα δεν ερωτεύεται τον αναγνώστη,
αλλά τον ποιητή
Όταν το ποίημα ξαναδιαβάζεται (πάλι και πάλι και πάλι…)
Όταν το ποίημα αρρωσταίνει από τις πολλαπλές
«λανθασμένες» αναγνώσεις του
Όταν το ποίημα μας υποδεικνύει τον τρόπο
Που θα το διαβάσουμε
Όταν το ποίημα γράφεται στους δρόμους
Όταν το ποίημα γίνεται δρόμος
Όταν το ποίημα διψά για ύψος και φλερτάρει άγρια με αυτό
Όταν το ποίημα αδιαφορεί για το ύψος
Όταν το ποίημα γίνεται φως
Όταν το ποίημα δεν γίνεται φως
Όταν το ποίημα τραυματίζει συνειδήσεις
Όταν το ποίημα στήνει ορατά σκηνικά με υλικό
κάποια αόρατα νήματα μονάχα
Όταν το ποίημα απαιτεί να κυριεύσει το μυαλό και του πιο
στριφνού και απαιτητικού αναγνώστη και το πετυχαίνει
Όταν το ποίημα απλώνεται γυμνό μπροστά σου
και προκαλεί τις αισθήσεις σου και σε ξελογιάζει
Όταν το ποίημα σε εισάγει σε μια νέα πραγματικότητα
Όταν το ποίημα φτιάχνει αγάλματα που κοσμούν
το λογοτεχνικό σύμπαν
Όταν το ποίημα κυριεύει το μέσα σου τοπίο
με μια παράξενη λάμψη
Όταν το ποίημα σε εγκαταλείπει πετώντας μακριά σου
και συ το κυνηγάς με όλη σου την ύπαρξη,
αλλά δεν καταφέρνεις να το αιχμαλωτίσεις εν τέλει.
Όταν το ποίημα προδίδει τους εραστές του αφήνοντάς τους
στα κρύα του λουτρού ν’ αναρωτιούνται
Όταν το ποίημα έχει ν’ αντιπαλέψει τη χαοτική
προσωπικότητα του δημιουργού του
Όταν το ποίημα θυμίζει παιδί που πετυχαίνει
το ακατόρθωτο: να πλένει τα αστέρια, ας πούμε
Όταν το ποίημα ενηλικιώνεται –επιτέλους!
Όταν το ποίημα ισοδυναμεί με μικρό θαύμα
Όταν το ποίημα αφαιρεί ασύστολα και «κόβει»
Όταν το ποίημα σε «κόβει»
Όταν το ποίημα χορεύει
Όταν το ποίημα αλητεύει
Όταν το ποίημα ασκητεύει
Όταν το ποίημα μεταφράζεται σε θάνατο ή σε έρωτα
Όταν το ποίημα είναι προκλητικά υπαινιχτικό
Όταν το ποίημα αποκαλύπτει το ίδιο την ποιητική του
Όταν το ποίημα απαντά σε κακοήθειες, αλλά όχι
στην τρέχουσα γλώσσα -σε άλλη γλώσσα, ειδική γλώσσα.
Όταν το ποίημα έχει απογόνους
Όταν το ποίημα σού δίνει την αίσθηση ότι είναι θάλασσα.
Όταν το ποίημα ε ί ν α ι θάλασσα
Όταν το ποίημα μπαίνει σε μουσείο
Όταν το ποίημα ελυτίζει
Όταν το ποίημα Καβαφίζει
Όταν το ποίημα βερμπαλίζει
Όταν το ποίημα –ίζει γενικά
Όταν το ποίημα σε βάζει μέσα στο εργαστήρι
του δημιουργού του
Όταν το ποίημα ξεκινά να γράφεται από τη μία
και μοναδική μαγική λέξη του δημιουργού του
Όταν το ποίημα ανατρέπει πρότερες γραφές
του δημιουργού του
Όταν το ποίημα δεν είναι ποίημα αλλά παρωδία ποιήματος
Όταν το ποίημα δεν είναι ποίημα αλλά μόνο
μια άσκηση επί χάρτου, ή μόνο γρατσούνισμα
στο χαρτί του δημιουργού
Όταν το ποίημα φλερτάρει το αόρατο
Όταν το ποίημα εμπεριέχει το αόρατο
Όταν το ποίημα παύει να σου «μιλά»
Όταν το ποίημα είναι κάθετο πιο πολύ παρά οριζόντιο
Όταν το ποίημα μοιάζει με ανοιχτό ορίζοντα
Όταν το ποίημα διαδηλώνει μια «άλλη ποιητική» μη ποιητική
Όταν το ποίημα πυροδοτεί λεκτικά συμβάντα
Όταν το ποίημα ξεπερνά τη Μούσα του
Όταν το ποίημα έχει άρωμα αντρικό
Όταν το ποίημα έχει το όνομα και τη χάρη σου
(όταν το ποίημα)
…ποτέ δεν ολοκληρώνεται…

ΔΙΚΗ ΣΟΥ

Δες με!
Καλύτερη και από μαριονέτα.
Λύνομαι
Και πάλι δένομαι
(είμαι θεατράλε)
Σε στραβοκοιτάω!
Το σώμα μου
Αλλάζει σχήμα
Σκέτο ζυμάρι
Πλάθεται ανάλογα
Χύνω πολύ ιδρώτα
για να γίνω η λέξη σου
Το αριστερό μου χέρι
αγγίζει την πλάτη σου.
Το δεξί μου πόδι
χαϊδεύει τη μύτη σου.
Το στήθος μου
αναζητά απεγνωσμένα
το στέρνο σου
(αλλόκοτοι χαιρετισμοί ανταποδίδονται).
Το μάτι μου πάλι
τρώει το δικό σου μάτι
Τ’ αυτιά μου πίνουν μονορούφι
τον βήχα σου
Ένα από τα μπροστινά δόντια μου
ροκανάει τη γλώσσα σου.
Κι όλα αυτά χωρίς να είναι καν
φθινόπωρο.
(Τέλος πάντων, χωρίς να είναι καν
η εποχή των εραστών)
Χωρίς να ελέγχω τις χειρονομίες μου,
Χορεύω τον έρωτα
Αναιρούμαι
Ανθίζω
Αναπλάθομαι
Ανήκω

ΕΣΥ

Ορθώνεσαι ανερμήνευτος
Άρρητη έλξη
Δοκιμάζω τη σιωπή
Τεντώνω το στήθος μου
– μόνη μου τέρψη
Κοιτάω κατάματα τη δική μου τη λέξη
Δεν με καταπίνει -ευτυχώς-
Κι είναι από πάντα δισύλλαβη:
Εσύ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη γεννήθηκε το 1975 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Kλασσική Φιλολογία και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Υποκριτική στο Θέατρο-Εργαστήριο. Διδάσκει Θεατρική Αγωγή στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και εργάζεται ως εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Παράλληλα παραδίδει μαθήματα Γλώσσας και Λογοτεχνίας καθώς και Θεωρίας και Ιστορίας Θεάτρου. Έχει παρακολουθήσει διάφορα θεατρικά σεμινάρια, υποκριτικής, σκηνοθεσίας και θεατρικού παιχνιδιού. Έχει σκηνοθετήσει και ανεβάσει με τους μαθητές της αρκετά έργα, δικά της και ξένα. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο Varelaki – Σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού. Με ποιήματά της έχει συμμετάσχει σε πέντε συλλογικές εκδόσεις. Ποιήματά, διηγήματά, κριτικές και άρθρα της δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα, ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστολόγια. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Ισπανικά.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
(2018) Δεύτερη φύση 65Χαϊκού ΑΩ
(2017) Δοκιμάζοντας το ποίημα, Βακχικόν
(2017) Λίγη φθορά για γούρι, Γαβριηλίδης
(2015) 23 μέρες, Γαβριηλίδης
(2015) Οντισιόν, Βακχικόν
(2013) Εποχή μου είναι η ποίηση, Γαβριηλίδης
(2011) Πληγές, Γαβριηλίδης
(2010) Το σώμα του έγινε σκιά, Ανατολικός
(2009) Η προφητεία του ανέμου, Δωδώνη
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2015) Μονόλογοι συγγραφέων, Βακχικόν [ανθολόγηση, κείμενα]
(2015) Μονόλογοι συγγραφέων Βακχικόν [ανθολόγηση, κείμενα]
(2012) Ανθολογία ποίησης και γραπτού λόγου, Παππά, Βασιλική Β.
(2012) Ποιητές στη σκιά, Γαβριηλίδης
(2011) World Poetry 2011, Ιδιωτική Έκδοση

Λοιποί τίτλοι
(2017) Το θέατρο στην ποίηση, Momentum [ανθολόγηση, επιμέλεια]
 

Ποιητική συλλογή «Χειμερινή ισημερία»

Η ποιητική μου συλλογή «Χειμερινή ισημερία» κυκλοφορεί πλέον αποκλειστικά σε ηλεκτρονική μορφή. Μπορείτε να την κατεβάσετε ελεύθερα από εδώ https://www.openbook.gr/xeimerini-isimeria/ και από εδώ https://www.ebooks4greeks.gr/xeimerinh-ishmeria

Ας γελάσω

Το κύκνειο άσμα του Μ. Καραγάτση

Με τον όρο γενιά του ’30 αναφερόμαστε στους λογοτέχνες που γεννήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα και κατά τη δεκαετία του 1930 έφτασαν στη δημιουργική τους ακμή. Ήταν λογοτέχνες νέοι, μορφωμένοι, αστικής καταγωγής που επηρεάστηκαν απ’ τα λογοτεχνικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης, κυρίως της Γαλλίας. Αναζητώντας νέους δρόμους λογοτεχνικής έκφρασης θεμελίωσαν το σύγχρονο μυθιστόρημα. Η γενιά του ’30 δημιούργησε στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και εν αναμονή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αγωνία των λογοτεχνών αυτής της γενιάς να εκφραστούν οδήγησε σε ένα πολύ γόνιμο διάλογο ανάμεσα σε εκπροσώπους διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων, καθώς και στην ίδρυση σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών. Αυτή η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών ανακόπηκε απ’ την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας. Οι λογοτέχνες της γενιάς του ’30 αφήνουν πίσω τους τις παραδοσιακές φόρμες, συνεχίζοντας να εμπνέονται απ’ την παράδοση, αλλά αντιμετωπίζοντάς την σαν κάτι ζωντανό και όχι σαν μουσειακό είδος. Επιχειρούν να μιλήσουν για την ελληνικότητα στην οικουμενική της διάσταση, αφομοιώνοντας παράλληλα λογοτεχνικά ρεύματα του εξωτερικού. Στην πεζογραφία θέτουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους τον σύγχρονο άνθρωπο, που είναι δημιούργημα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών. Η καταλληλότερη φόρμα για να εκφραστούν οι νέες ιδέες είναι το μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα, λόγω της μεγάλης του έκτασης, δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει τους ήρωες και το περιβάλλον τους σε όλη τους την έκταση. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 είναι ο Γ.Θεοτοκάς, ο Σ. Μυριβίλης, ο Η. Τερζάκης και ο Μ. Καραγάτσης.

Ο Μ. Καραγάτσης γεννήθηκε το 1908. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης το πήρε απ’ το δέντρο καραγάτσι, στη σκιά του οποίου διάβαζε κατά την εφηβεία του. Όσο για το αρχικό Μ πιθανότατα να σημαίνει Μίτια, το όνομα Δημήτρης στα ρωσικά, παρατσούκλι με το οποίο τον αποκαλούσαν οι φίλοι του λόγω της αγάπης του για τον Ντοστογιέφσκι. Ο Καραγάτσης υπήρξε πολυγραφότατος. Με σπουδές νομικής, όπως πολλοί εκπρόσωποι της γενιάς του ’30, και με βαθιά γνώση της ιστορίας άφησε πίσω του ένα πλούσιο έργο που περιλαμβάνει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, κριτικές, θεατρικά έργα και ιστορικά δοκίμια. Ο Καραγάτσης εμφανίστηκε στα γράμματα με το μυθιστόρημα «Συνταγματάρχης Λιάπκιν». Ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος είναι ένας πρώην αξιωματικός του τσαρικού στρατού που μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαθίσταται στην Ελλάδα και προσπαθεί να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Στο θέμα του ανθρώπου που προσπαθεί να ριζώσει σε ξένο τόπο ο Καραγάτσης επανέρχεται αργότερα και σε άλλα έργα του όπως «Η μεγάλη Χίμαιρα». Στο έργο του Καραγάτση κυριαρχούν οι λεπτομερείς περιγραφές που ζωντανεύουν τους ήρωες και φέρνουν μπροστά στα μάτια μας τον χώρο στον οποίο κινούνται σαν ζωγραφικό πίνακα. Αυτές οι περιγραφές όχι μόνο δεν κουράζουν τον αναγνώστη αλλά εντείνουν το ενδιαφέρον του. Κυρίαρχο ρόλο στο έργο του Καραγάτση παίζει επίσης το σεξουαλικό στοιχείο. Οι ήρωές του διακατέχονται απ’ την επιθυμία να ικανοποιήσουν τις γενετήσιες ορμές τους. Μιλούν για αυτό, το σκέφτονται χωρίς όμως να το συγχέουν με το συναίσθημα. Ίσως να πρόκειται για φροϋδική επιρροή, ίσως πάλι να οφείλεται στο ότι οι ήρωές του είναι ζωντανοί. Είναι άνθρωποι με πάθη και επιθυμίες. Κάποιοι ήρωες του Καραγάτση έχουν τραγικό τέλος. Μέσα από μια σειρά λάθος επιλογών και συγκρούσεων οδηγούνται στην καταστροφή και τον θάνατο. Ο Καραγάτσης όμως σπάνια αναφέρεται στη μοίρα, άλλωστε σε μια επιστολή του στο περιοδικό Πρωτοπόροι χαρακτηρίζει τον εαυτό του ματεριαλιστή και ρασιοναλιστή. Το ωριμότερο έργο του θεωρείται το μυθιστόρημα «Το 10». Αν και ημιτελές είναι ένα άρτιο λογοτεχνικά έργο. Ό,τι πρόλαβε να γράψει είναι τα τρία τέταρτα του πρώτου μέρους μιας τετραλογίας.

Στον αριθμό 10 της οδού Παρασάγγη στον Πειραιά, ένα πρώην εργοστάσιο οινοποιΐας έχει μετατραπεί σε λαϊκή πολυκατοικία. Παρακολουθούμε τις ιστορίες των ενοίκων της και κάποιων ενοίκων γειτονικών σπιτιών χωρίς να υπάρχει κάποια κεντρική πλοκή. Αυτές οι ιστορίες πολλές φορές διασταυρώνονται και ακολουθούν η μία την άλλη. Το πρώτο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Μικές, ο ψαράς. Έχοντας δει τις κοπέλες να πηδάνε τις φωτιές κατά τη γιορτή του Κλήδονα, έχει αναστατωθεί και πηγαίνει να κατασιγάσει το πάθος του στο υπόγειο της Ελενάρας, πρώην πόρνης και νυν καθαρίστριας στο μέγαρο του εφοπλιστή Μαλανδρή. Ο Μικές αηδιασμένος απ’ τη συνεύρεση με την ηληκιωμένη Ελενάρα ξεκινάει για την ψαραγορά. Η Ελενάρα τινάζει την κουβέρτα της και ξυπνάει τον Ευάγγελο Νταηγιώργη, έναν απ’ τους ιδιοκτήτες του 10. Ακολουθεί ένας άγριος καβγάς φαινόμενο πολύ συνηθισμένο σ’ αυτή την πολυκατοικία. Έτσι, ο συγγραφέας απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες μας εισάγει στο κλίμα του έργου. Ο Ευάγγελος Νταηγιώργης, όπως προανέφερα, μαζί με τη σύζυγό του Δέσποινα είναι δυο απ’ τους ιδιοκτήτες του 10. Οι άλλοι ιδιοκτήτες είναι το ζεύγος Χαριτάκη. Πώς όμως πέρασε στα χέρια τους το 10; Η Ειρήνη Χαριτάκη υπήρξε ερωμένη και μακρινή ανιψιά του ιδιοκτήτη του 10 Αναστάση Καλογερά. Κάποια στιγμή ο Καλογεράς συνέταξε μια διαθήκη με την οποία καθιστούσε την Ειρήνη Χαριτάκη μοναδική κληρονόμο της περιουσίας του. Ερωμένη του Καλογερά όμως υπήρξε και η Δέσποινα Νταηγιώργη και μάλιστα με προτροπή του συζύγου της. Ο Ευάγγελος Νταηγιώργης αν και ήταν ανηψιός του Καλογερά ήξερε ότι δεν είχε πολλές ελπίδες να τον κληρονομήσει, γιατί δεν ήταν καθόλου συμπαθής στον θείο του. Έτσι έσπρωξε τη σύζυγό του στην αγκαλιά του ηλικιωμένου θείου του. Ο Καλογεράς στη συνέχεια συνέταξε δεύτερη διαθήκη με την οποία καθιστούσε μοναδική κληρονόμο του τη Δέσποινα. Όπως είναι γνωστό η τελευταία διαθήκη αναιρεί τις προηγούμενες. Η Δέσποινα όμως, που είχε ερωτευτεί πραγματικά τον Καλογερά έσκισε τη διαθήκη γιατί δεν ήθελε να εκμεταλλευτεί την αγάπη του. Οπότε το 10 το κληρονόμησε το ζεύγος Χαριτάκη. Ο Νταηγιώργης απείλησε τους Χαριτάκηδες με δικαστήρια και διέσυρε την Ειρήνη Χαριτάκη. Έτσι αυτή για να γλιτώσει απ’ τις συκοφαντίες του Νταηγιώργη τού προτείνει να του παραχωρήσει ένα ποσοστό του 10 κι εκείνος δέχεται. Και κάπως έτσι οι οικογένειες Νταηγιώργη και Χαριτάκη έγιναν ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας.

Στη συνέχεια γνωρίζουμε τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου. Τα αδέλφια Νίκο και Μιχάλη Βάλβη που έχουν το μπακάλικο, το καφενείο και την ταβέρνα του 10. Η μεγαλύτερη έγνοια του Μιχάλη είναι να παντρέψει τις δυο αδελφές του για να μπορέσει να παντρευτεί την αγαπημένη του Άννα Λέφα. Τη λύση θα δώσει Κώστας Νταηγιώργης, ένας απ’ τους γιους του Ευάγγελου και της Δέσποινας, ο οποίος προσφέρεται να παντρευτεί τη μικρότερη απ’ τις αδελφές, την Αντωνία, για να βάλει στο χέρι την προίκα. Η μεγαλύτερη αδελφή Παναγιώτα θεωρείται μεγάλη για γάμο, οπότε δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο στην ευτυχία του Μιχάλη. Η Παναγιώτα αισθανόμενη ανεπιθύμητη αυτοκτονεί, η αυτοκτονία της στο βιβλίο απλώς υπαινίσσεται ενώ στην τηλεοπτική μεταφορά του, στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω, αναφέρεται ευθέως. Γνωρίζουμε επίσης τον θρησκόληπτο κρεοπώλη Πολύκαρπο Κουρμπάνη, τον ομοφυλόφιλο μανάβη Αντρέα Φούφα που κλέβει στο ζύγι, τον χασικλή και άνθρωπο του υποκόσμου Γιώργο Λέφα, αδελφό της Άννας, αγαπημένης του Μιχάλη Βάλβη.

Άλλα σημαντικά πρόσωπα του έργου είναι ο Βλάσης Κορνούτος, μαρξιστής και διευθυντής δημοτικού σχολείου. Ο Κορνούτος αγωνίζεται για το κοινό καλό μέσα απ’ τη δουλειά του. Φροντίζει ώστε τα φτωχά παιδιά να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στην παιδεία. Με τον φίλο του Θανάση Κούγια κάνουν μακροσκελείς συζητήσεις για τα προβλήματα της κοινωνίας και την επίλυσή τους. Ο Θανάσης Κούγιας είναι ο γιατρός του Ι.Κ.Α. της περιοχής. Όλη μέρα εξετάζει ασθενείς και ζει με έναν πενιχρό μισθό. Όλοι τον αγαπούν και για την επιστημονική του επάρκεια και για την ηθική του ακεραιότητα. Ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο είναι ο Γιάννης ο Κουλός, ανάπηρος πολέμου και ιδιοκτήτης περιπτέρου. Ζει με τη σύντροφό του την Κατίνα και τα δυο ανίψια της Γιώργο και Άννα Λέφα, στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Δεν θα μπορούσα να παραλείψω την πολυμελή οικογένεια των παντοφλάδων, ίσως τη φτωχότερη οικογένεια του 10. Ασχολούνται με την κατασκευή παντοφλών εξ’ ου και το παρατσούκλι τους. Μια απ’ τις κόρες της οικογένειας, η Σοφούλα, θα πέσει θύμα βιασμού απ’ τον Γιώργο Λέφα και τον Αντρέα Φούφα. Επίσης άξιες αναφοράς είναι η Μαρίνα και η Ντόμενα, οι μεγάλες κουτσομπόλες του 10. Φαρμακόγλωσσες και αθυρόστομες, δεν αφήνουν άνθρωπο που να μη σχολιάσουν. Δυο ενδιαφέροντα πρόσωπα είναι ο Μιχάλης Φουντούκος και ο Βασίλης Νικολάου ή Λούσης. Ο πρώτος είναι πλασιέ και μετέπειτα βιομήχανος καλλυντικών. Έξυπνος και εργατικός, συμπαθητικός και φιλικός, έχει άριστες σχέσεις με όλη τη γειτονιά. Το μόνο του ελάττωμα είναι μια εμμονή. Πιστεύει ότι είναι προορισμένος να γίνει άρχων του κόσμου, έχει καταστρώσει μάλιστα και σχέδιο διακυβέρνησης. Η ιδέα του είναι πολύ απλή: Όλοι οι λαοί του κόσμου πρέπει να ενωθούν σε ένα κράτος με αρχηγό αυτόν. Ο Λούσης ζει κι αυτός στον δικό του ψεύτικο κόσμο. Το παρατσούκλι Λούσης το απέκτησε γιατί μιλούσε συνεχώς για την υποτιθέμενη αδελφή του Λούση, που δεν έχει δει κανείς. Ισχυρίζεται ότι είναι πολύ πλούσιος, κατάγεται απ’ την Αυστρία και το πραγματικό του όνομα είναι Βάλτερ Φίμπερ. Λέει μάλιστα ότι είχε δεκατρία παιδιά που πέθαναν όλα διαδοχικά από αρρώστιες και ατυχήματα. Το επάγγελμα του είναι ψευτοτεχνίτης. Κάνει δηλαδή διάφορα μερεμέτια. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο Στεφανής Δούκας, ναυτικός. Η κρίση της ναυτιλίας τον άφησε άνεργο, η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και έτσι καταλήγει στο 10 όπου νοικιάζει δωμάτιο. Η παράθεση όλων των προσώπων του έργου ξεφεύγει απ’ τον σκοπό και το πλαίσιο αυτού του κειμένου.

Το 2007 το «10» μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη απ’ τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA. Πρόκειται για μια εκπληκτική δουλειά, σπάνια για τα τηλεοπτικά δεδομένα. Το καστ αποτελούν ταλαντούχοι ηθοποιοί: Δημήτρης Καταλειφός, Ρένη Πιττακή, Ερρίκος Λίτσης, Μαρία Ναυπλιώτη, Γιάννης Χαραλαμπόπουλος κ.α. Η σκηνοθεσία της Πηγής Δημητρακοπούλου είναι εξαιρετική, όπως και η σκηνογραφία του Κώστα Παππά. Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου συμπληρώνει αριστουργηματικά το σύνολο. Όπως είναι λογικό υπάρχουν κάποιες διαφορές σε σχέση με το βιβλίο. Η βασικότερη είναι ότι το σήριαλ μας γυρίζει αρκετά χρόνια πίσω. Ο Καλογεράς, ιδιοκτήτης του 10, είναι ακόμα εν ζωή και φυσικά όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα νέα. Επίσης, παραλείπεται εντελώς ένα πρόσωπο που στο βιβλίο καταλαμβάνει σχετικά σημαντικό χώρο. Το πρόσωπο αυτό είναι ο Στεφανής Δούκας.

Η γλώσσα του «10» και στην αφήγηση και στους διαλόγους είναι η γλώσσα των ανθρώπων του μόχθου, ενώ δεν λείπει και η αθυροστομία όπως και το καυστικό χιούμορ. Αν και ημιτελές, οι ήρωές του είναι ολοκληρωμένοι και αποδίδουν έξοχα την εποχή τους. Κάποιες ανακολουθίες ίσως να οφείλονται στο ότι το βιβλίο δεν ολοκληρώθηκε. Για παράδειγμα ο γιατρός Κούγιας σε ένα σημείο κερδίζει μόλις 1.500 δραχμές και με τις επισκέψεις σε σπίτια άλλα τόσα, ενώ σε άλλο σημείο κερδίζει πολύ περισσότερα και μάλιστα προσλαμβάνει νοσοκόμα. Όπως και σε άλλα έργα του Καραγάτση, σε κάποια σημεία υπάρχει αντικομμουνισμός, χωρίς όμως να είναι το κυρίαρχο στοιχείο του έργου. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Γιάννη του Κουλού στο «βουλγάρικο» πολυβόλο που του σακάτεψε το χέρι στο Σκρα, όπως επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι ο αφηγητής αποκαλεί τον εμφύλιο πόλεμο συμμοριτοπόλεμο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Καραγάτσης ήταν ένας συντηρητικός αστός. Αυτό ωστόσο δεν τον εμποδίδει να σατιρίζει τη θρησκοληψία και την υποκρισία του Πολύκαρπου Κουρμπάνη, όπως και να στηλιτεύει την υποκρισία του εφοπλιστή Μαλανδρή.

Το «10» και οι ήρωές του απηχούν την ηθική της εποχής. Η εγκυμοσύνη εκτός γάμου θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα και μάλιστα χειρότερο απ’ τον βιασμό, τα παιδιά εκτός γάμου αποκαλούνται μπάσταρδα, το να αναζητά μια γυναίκα τον πλούσιο γαμπρό που θα της εξασφαλίσει μια άνετη ζωή θεωρείται απόλυτα θεμιτό, η χρήση κάνναβης παρουσιάζεται σαν έγκλημα και η ομοφυλοφιλία σαν κάτι μη φυσιολογικό. Αν παραβλέψει κανείς κάποια στοιχεία που σήμερα ξενίζουν και ίσως εκείνη την εποχή θεωρούνταν δικαιολογημένα, το βιβλίο αποπνέει μια φρεσκάδα και διαβάζεται ευχάριστα και σήμερα. Ο Καραγάτσης δεν αντιμετωπίζει τη φτωχολογιά με υπεροψία. Κάθε μέρα κατέβαινε στον Πειραιά για να μιλήσει και να παρατηρήσει ανθρώπους. Αναλύει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό τον ηρώων του σε βάθος για αυτό και θυμίζουν ανθρώπους που θα μπορούσαμε να είχαμε γνωρίσει. Ωστόσο εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Απ’ τα δεκάδες πρόσωπα του έργου ούτε ένα δεν είναι πρόσφυγας και δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Πειραιά. Απ’ ό,τι ξέρουμε ο Καραγάτσης σχεδίαζε να τελειώσει το «10» με μια πυρκαγιά που θα το κατέστρεφε ολοσχερώς. Ίσως αυτή η πυρκαγιά να έχει συμβολική σημασία. Ξεκίνησε τη συγγραφή του το 1958, ενώ είχε ήδη πρόβλημα με την καρδιά του. Πεθαίνοντας, το 1960, η τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει ήταν «Ας γελάσω». Η φράση αυτή ανήκει στον κομμουνιστή Μέντη Παυλόπουλου και αναφέρεται στον διορισμένο γραμματέα της Γ.Σ.Ε.Ε., κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με τον Βλάση Κορνούτο για μια επικείμενη απεργία. Ποτέ δεν θα μάθουμε πώς κατέληξε αυτή η συζήτηση. Ίσως ο συγγραφέας θα ήθελε να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη. Άλλωστε η φαντασία είναι βασικό στοιχείο του έργου του.

Πηγές

Μ. Καραγάτση, Το 10, έκδοση του βιβλιοπωλείου της Εστίας
Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, 2008
Σπανάκου Ζωή, Εισήγηση στο 1ο Συνέδριο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «Καραγάτσεια 2007», Λάρισα 19 Μαιου 2007
Αντιγόνη Βλαβιανού, Μ. Καραγάτσης – Romain Gary Όταν η πολυώνυμη φαντασία συναντά μια ψευδώνυμη πραγματικότητα
Ελένη Μπερτσάτου, Διαβάζοντας τον Καραγάτση, Αθήνα 16/6/2008
Νίκος Σαραντάκος, Όταν ο Καραγάτσης συνομιλούσε με τους Πρωτοπόρους, 23/10/2016

Μεταμόρφωση

Υπάρχουν άνθρωποι που τους γνωρίζουμε χρόνια και τους συναναστρεφόμαστε σχεδόν καθημερινά. Φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι, κατά το κοινώς λεγόμενο, καλοί. Ευγενικοί, φιλικοί, πρόθυμοι να μας δώσουν τη βοήθειά τους όταν τη χρειαστούμε. Κάνουμε παρέα μαζί τους και περνάμε ευχάριστα. Επίσης πολλοί απ’ αυτούς είναι, αυτό που λέμε, δημοκρατικοί. Είναι αντίθετοι σε δικτατορίες, πραξικοπήματα και φασιστικά καθεστώτα. Όλα καλά λοπόν μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Συμβιώνουμε μαζί τους αρμονικά και ποτέ δεν μας έχουν δώσει δικαίωμα να σκεφτούμε κάτι αρνητικό για αυτούς. Ώσπου έρχεται ένα γεγονός όπως η προσφυγική κρίση ή η ανακίνηση κάποιου «εθνικού» θέματος και αυτοί οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε τέρατα. Από εκεί που ήταν πρόσχαροι, γενναιόδωροι και κοινωνικοί ξαφνικά γίνονται μισάνθρωποι, απάνθρωποι, φανατικοί, γεμάτοι κακία. Κατατρεγμένοι άνθρωποι ή κάποιος γειτονικός λαός γίνονται εχθρός τους. Χαίρονται για τον θάνατο αθώων ανθρώπων, ακόμα και μικρών παιδιών, ονειρεύονται πογκρόμ, στρατόπεδα συγκέντρωσης και πολέμους. Τους ακούμε να μιλάνε και αναρωτιόμαστε πού κρύβονταν τόσα χρόνια τόσο μίσος, τόση ασχήμια, τόση αμάθεια, τόση ανοησία. Η απάντηση είναι απλή. Όλα αυτά υπήρχαν μέσα τους και περίμεναν την αφορμή για να εκδηλωθούν. Είναι σαν κάτι ανθρώπους που δεν ενοχλούν ποτέ κανέναν και όταν πάρουν έστω και λίγη εξουσία στα χέρια τους, μετατρέπονται σε τυράννους.

Μια δύσκολη κατάσταση ή μια κοινωνική κρίση αποκαλύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα πολλών ανθρώπων. Και αυτή η αποκάλυψη είναι πολύ χρήσιμη γιατί μας αναγκάζει να πάρουμε θέση και να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μαζί τους. Γιατί υπάρχουν αξίες όπως η ελευθερία, η ισότητα, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη των λαών που είναι πάνω από οποιαδήποτε φιλία και οποιαδήποτε γνωριμία. Και οι άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτές τις αξίες σίγουρα δεν έχουν τίποτα να πουν μ’ αυτούς που αλλόφρονες κραυγάζουν περί αίματος και φυλής. Όταν ηχούν οι σειρήνες του ρατσισμού, του πολέμου, του φυλετικού μίσους και της πατριδοκαπηλείας, οι μισάνθρωποι κάνουν την εμφάνισή τους σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή. Και τότε ξεχωρίζουμε τους φίλους απ’ τους εχθρούς. Οι φίλοι είναι όσοι αντιστέκονται σ’ αυτές τις σειρήνες. Αυτοί που διατηρούν την ανθρωπιά τους σε απάνθρωπους καιρούς.

Μιχάλης Κατσαρός. Είκοσι χρόνια από την αναχώρηση του σκοτεινού συνωμότη της ελληνικής ποίησης

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1919. Πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ. και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα «Μπαρμπερίνικο καράβι» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα γράμματα». Το 1949 εκδόθηκε το «Μεσολόγγι» η πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1953 αποτελεί σταθμό στη λογοτεχνική του πορεία καθώς εκδόθηκε το σημαντικότερο έργο του, η ποιητική συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων». Στο «Κατά Σαδδουκαίων» ο Μιχάλης Κατσαρός ασκεί κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου έφερε ξανά στο προσκήνιο μέσα απ’ τα ποιήματά του το ζήτημα της επανάστασης, απευθυνόμενος παράλληλα στους συντρόφους του. Οι αναφορές του σε λεγεωνάριους, συγκλητικούς και γενικά στη ρωμαϊκή εποχή θυμίζουν την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Μεγαλέξαντρος», όπου ασκεί κριτική στον υπαρκτό σοσιαλισμό χρησιμοποιώντας μια προσωπικότητα της αρχαιότητας στη μυθική της διάσταση. Το «Κατά Σαδδουκαίων» προκάλεσε πλήθος συζητήσεων στους κόλπους της Αριστεράς της εποχής, ενώ συνεχίζει να επηρεάζει τον λόγο της Αριστεράς μέχρι σήμερα. Ακόμα και άνθρωποι που αγνοούν το έργο του σίγουρα έχουν διαβάσει στίχους του σε τοίχους, προκηρύξεις και πολιτικά έντυπα. Αναφέρομαι σε στίχους όπως: «Πάρτε μαζί σας νερό./ Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν», «Κάτω/ στο βάθος/ τόσα πέλματα βαριά./ Ακούω νάρχεται καινούριο βήμα», «Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/ όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/ απέναντί τους.».

Το 1950 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» ένα ποίημά του, ίσως το πιο γνωστό του, που συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων». Αν και ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν τότε πολύ νέος το ποίημα έχει τον τίτλο «Η διαθήκη μου». Ακολουθεί το ποίημα:

Η διαθήκη μου

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.

Το ποίημα αυτό λογοκρίθηκε, από προοδευτικό διανοούμενο κατά τον ποιητή. Συγκεκριμένα παραλείφθηκαν οι στίχοι:

στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο

σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες
τις παρελάσεις
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
στα θούρια

Ο Μιχάλης Κατσαρός διαμαρτυρήθηκε στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας με το ποίημα «Υστερόγραφο». Ακολουθεί το ποίημα:

Υστερόγραφο

Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
-καθώς διαβάστηκε-
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.

Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.

Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.

Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:

Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.

Το 1975 στίχοι απ’ το «Κατά Σαδδουκαίων» ακούστηκαν στην ταινία «Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Τους απαγγέλει το μέλος του θιάσου με το προσωνύμιο ποιητής, όταν τον βρίσκουν οι παλιοί σύντροφοί του και του λένε ότι σκέφτονται να ξαναφτιάξουν τον θίασο και να βγουν στους δρόμους. Το 1977 η ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε σε δίσκο με μουσική του ίδιου του ποιητή. Το 1976 η συλλογή του «Οροπέδιο» μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ το 1983 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τα τραγούδια του νέου πατέρα» σε μουσική του ίδιου συνθέτη και ποίηση Μιχάλη Κατσαρού. Το 1983 επίσης το «Κατά Σαδδουκαίων» μελοποιήθηκε απ’ τον Μίκη Θεοδωράκη, μεταφράστηκε στα γερμανικά απ’ τον Dirk Mandel και παρουσιάστηκε στο Metropol – Theater Berlin του Βερολίνου. Το 1978 εκδόθηκαν δυο βιβλία με πολιτικές και οικονομικές μελέτες του. Στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής «Παρασκήνιο» έγιναν δυο αφιερώματα στον Κατσαρό. Το ένα το 1982 σε σκηνοθεσία του γιου του Στάθη Κατσαρού και το 1998 σε σκηνοθεσία Λευτέρη Ξανθόπουλου, ενώ το 1983 έγινε ένα αφιέρωμα στον ποιητή από την εκπομπή «Μονόγραμμα».

Παρότι η ποίησή του αναγνωρίστηκε από πολύ νωρίς ο Μιχάλης Κατσαρός έζησε όλη του τη ζωή μέσα στη φτώχεια. Σύχναζε σε λαϊκά καφενεία, συναναστρεφόταν με ανθρώπους του μόχθου, μετακινούταν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ποτέ δεν ξεχώρισε τον εαυτό του απ’ το πλήθος. Για αυτό και η ποίησή του είναι απλή, κατανοητή, στην ουσία. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με βερμπαλισμούς και φληναφήματα. Είναι ευθύς, αιχμηρός και οι στίχοι του διατηρούν τη ζωντάνια που είχαν όταν γράφτηκαν. Έφυγε από τη ζωή στις 21 Νοεμβρίου 1998.

Καλώς ήρθατε στον πραγματικό κόσμο

Ζούμε σε έναν άδικο κόσμο γεμάτο ανισότητες. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του για να το διαπιστώσει. Ζώντας, λοιπόν, κανείς σε έναν άδικο κόσμο αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να πάρει θέση. Προσωπικά έχω πάρει θέση ενάντια σε κάθε είδους αδικία εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι λοιπόν όταν πνίγονται πρόσφυγες στο Αιγαίο, όταν κάποιοι μισάνθρωποι απαγορεύουν στα προσφυγόπουλα να μάθουν γράμματα, όταν δολοφονούνται αναίτια άνθρωποι και μετά συκοφαντούνται ως ληστές, όταν οι ρατσιστικές και φασιστικές επιθέσεις είναι σχεδόν καθημερινότητα, όπως σχεδόν καθημερινότητα είναι η αστυνομική βία και αυθαιρεσία, η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να γράφω για ανώδυνα θέματα. Θέματα όπως το προσφυγικό, ο ρατσισμός, ο φασισμός, η αστυνομική βία είναι βαθύτατα πολιτικά. Αν κάποιοι αδυνατούν να το αντιληφθούν είναι δικό τους πρόβλημα. Η άποψη ότι πολιτική είναι μόνο η βουλή και οι εκλογές είναι τόσο αφελής που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.

Έχοντας πάρει θέση ενάντια στην αδικία εννοείται ότι δεν είμαι αντικειμενικός. Γιατί αντικειμενικότητα σε έναν άδικο κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν γίνεται να είσαι και με τους θύτες και με τα θύματα και με τους εκμεταλλευτές και με τους εκμεταλλευόμενους. Τέλος, θέλω να κάνω ένα σχόλιο για τη βία. Τα τελευταία χρόνια ακούμε συχνά την ανιστόρητη φράση «Καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Όλα στο ίδιο τσουβάλι λοιπόν. Η ναζιστική βία και το Ολοκαύτωμα με την αντίσταση στον ναζισμό, οι πέτρες της παλαιστινιακής αντίστασης με τα πυρά του ισραηλινού στρατού, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας με την ξένη κατοχή, ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο με τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης. Λυπάμαι που βγάζω μερικούς απ’ τον βολικό τρόπο σκέψης τους, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Όταν εξισώνει κανείς τη βία του ισχυρού με τη βία των από κάτω, στην πραγματικότητα υποστηρίζει τη βία του ισχυρού.

Κάποιοι μπορούν να συνεχίσουν να ζουν στον κόσμο τους. Να μην ασχολούνται με την πολιτική, να είναι αντικειμενικοί, να καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ο πραγματικός κόσμος, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι άδικος. Όπως εξακολουθούν να υπάρχρουν άνθρωποι που αγωνίζονται ενάντια στην αδικία.