Το κύκνειο άσμα του Μ. Καραγάτση
Με τον όρο γενιά του ’30 αναφερόμαστε στους λογοτέχνες που γεννήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα και κατά τη δεκαετία του 1930 έφτασαν στη δημιουργική τους ακμή. Ήταν λογοτέχνες νέοι, μορφωμένοι, αστικής καταγωγής που επηρεάστηκαν απ’ τα λογοτεχνικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης, κυρίως της Γαλλίας. Αναζητώντας νέους δρόμους λογοτεχνικής έκφρασης θεμελίωσαν το σύγχρονο μυθιστόρημα. Η γενιά του ’30 δημιούργησε στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και εν αναμονή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αγωνία των λογοτεχνών αυτής της γενιάς να εκφραστούν οδήγησε σε ένα πολύ γόνιμο διάλογο ανάμεσα σε εκπροσώπους διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων, καθώς και στην ίδρυση σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών. Αυτή η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών ανακόπηκε απ’ την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας. Οι λογοτέχνες της γενιάς του ’30 αφήνουν πίσω τους τις παραδοσιακές φόρμες, συνεχίζοντας να εμπνέονται απ’ την παράδοση, αλλά αντιμετωπίζοντάς την σαν κάτι ζωντανό και όχι σαν μουσειακό είδος. Επιχειρούν να μιλήσουν για την ελληνικότητα στην οικουμενική της διάσταση, αφομοιώνοντας παράλληλα λογοτεχνικά ρεύματα του εξωτερικού. Στην πεζογραφία θέτουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους τον σύγχρονο άνθρωπο, που είναι δημιούργημα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών. Η καταλληλότερη φόρμα για να εκφραστούν οι νέες ιδέες είναι το μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα, λόγω της μεγάλης του έκτασης, δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει τους ήρωες και το περιβάλλον τους σε όλη τους την έκταση. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 είναι ο Γ.Θεοτοκάς, ο Σ. Μυριβίλης, ο Η. Τερζάκης και ο Μ. Καραγάτσης.
Ο Μ. Καραγάτσης γεννήθηκε το 1908. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης το πήρε απ’ το δέντρο καραγάτσι, στη σκιά του οποίου διάβαζε κατά την εφηβεία του. Όσο για το αρχικό Μ πιθανότατα να σημαίνει Μίτια, το όνομα Δημήτρης στα ρωσικά, παρατσούκλι με το οποίο τον αποκαλούσαν οι φίλοι του λόγω της αγάπης του για τον Ντοστογιέφσκι. Ο Καραγάτσης υπήρξε πολυγραφότατος. Με σπουδές νομικής, όπως πολλοί εκπρόσωποι της γενιάς του ’30, και με βαθιά γνώση της ιστορίας άφησε πίσω του ένα πλούσιο έργο που περιλαμβάνει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, κριτικές, θεατρικά έργα και ιστορικά δοκίμια. Ο Καραγάτσης εμφανίστηκε στα γράμματα με το μυθιστόρημα «Συνταγματάρχης Λιάπκιν». Ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος είναι ένας πρώην αξιωματικός του τσαρικού στρατού που μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαθίσταται στην Ελλάδα και προσπαθεί να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Στο θέμα του ανθρώπου που προσπαθεί να ριζώσει σε ξένο τόπο ο Καραγάτσης επανέρχεται αργότερα και σε άλλα έργα του όπως «Η μεγάλη Χίμαιρα». Στο έργο του Καραγάτση κυριαρχούν οι λεπτομερείς περιγραφές που ζωντανεύουν τους ήρωες και φέρνουν μπροστά στα μάτια μας τον χώρο στον οποίο κινούνται σαν ζωγραφικό πίνακα. Αυτές οι περιγραφές όχι μόνο δεν κουράζουν τον αναγνώστη αλλά εντείνουν το ενδιαφέρον του. Κυρίαρχο ρόλο στο έργο του Καραγάτση παίζει επίσης το σεξουαλικό στοιχείο. Οι ήρωές του διακατέχονται απ’ την επιθυμία να ικανοποιήσουν τις γενετήσιες ορμές τους. Μιλούν για αυτό, το σκέφτονται χωρίς όμως να το συγχέουν με το συναίσθημα. Ίσως να πρόκειται για φροϋδική επιρροή, ίσως πάλι να οφείλεται στο ότι οι ήρωές του είναι ζωντανοί. Είναι άνθρωποι με πάθη και επιθυμίες. Κάποιοι ήρωες του Καραγάτση έχουν τραγικό τέλος. Μέσα από μια σειρά λάθος επιλογών και συγκρούσεων οδηγούνται στην καταστροφή και τον θάνατο. Ο Καραγάτσης όμως σπάνια αναφέρεται στη μοίρα, άλλωστε σε μια επιστολή του στο περιοδικό Πρωτοπόροι χαρακτηρίζει τον εαυτό του ματεριαλιστή και ρασιοναλιστή. Το ωριμότερο έργο του θεωρείται το μυθιστόρημα «Το 10». Αν και ημιτελές είναι ένα άρτιο λογοτεχνικά έργο. Ό,τι πρόλαβε να γράψει είναι τα τρία τέταρτα του πρώτου μέρους μιας τετραλογίας.
Στον αριθμό 10 της οδού Παρασάγγη στον Πειραιά, ένα πρώην εργοστάσιο οινοποιΐας έχει μετατραπεί σε λαϊκή πολυκατοικία. Παρακολουθούμε τις ιστορίες των ενοίκων της και κάποιων ενοίκων γειτονικών σπιτιών χωρίς να υπάρχει κάποια κεντρική πλοκή. Αυτές οι ιστορίες πολλές φορές διασταυρώνονται και ακολουθούν η μία την άλλη. Το πρώτο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Μικές, ο ψαράς. Έχοντας δει τις κοπέλες να πηδάνε τις φωτιές κατά τη γιορτή του Κλήδονα, έχει αναστατωθεί και πηγαίνει να κατασιγάσει το πάθος του στο υπόγειο της Ελενάρας, πρώην πόρνης και νυν καθαρίστριας στο μέγαρο του εφοπλιστή Μαλανδρή. Ο Μικές αηδιασμένος απ’ τη συνεύρεση με την ηληκιωμένη Ελενάρα ξεκινάει για την ψαραγορά. Η Ελενάρα τινάζει την κουβέρτα της και ξυπνάει τον Ευάγγελο Νταηγιώργη, έναν απ’ τους ιδιοκτήτες του 10. Ακολουθεί ένας άγριος καβγάς φαινόμενο πολύ συνηθισμένο σ’ αυτή την πολυκατοικία. Έτσι, ο συγγραφέας απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες μας εισάγει στο κλίμα του έργου. Ο Ευάγγελος Νταηγιώργης, όπως προανέφερα, μαζί με τη σύζυγό του Δέσποινα είναι δυο απ’ τους ιδιοκτήτες του 10. Οι άλλοι ιδιοκτήτες είναι το ζεύγος Χαριτάκη. Πώς όμως πέρασε στα χέρια τους το 10; Η Ειρήνη Χαριτάκη υπήρξε ερωμένη και μακρινή ανιψιά του ιδιοκτήτη του 10 Αναστάση Καλογερά. Κάποια στιγμή ο Καλογεράς συνέταξε μια διαθήκη με την οποία καθιστούσε την Ειρήνη Χαριτάκη μοναδική κληρονόμο της περιουσίας του. Ερωμένη του Καλογερά όμως υπήρξε και η Δέσποινα Νταηγιώργη και μάλιστα με προτροπή του συζύγου της. Ο Ευάγγελος Νταηγιώργης αν και ήταν ανηψιός του Καλογερά ήξερε ότι δεν είχε πολλές ελπίδες να τον κληρονομήσει, γιατί δεν ήταν καθόλου συμπαθής στον θείο του. Έτσι έσπρωξε τη σύζυγό του στην αγκαλιά του ηλικιωμένου θείου του. Ο Καλογεράς στη συνέχεια συνέταξε δεύτερη διαθήκη με την οποία καθιστούσε μοναδική κληρονόμο του τη Δέσποινα. Όπως είναι γνωστό η τελευταία διαθήκη αναιρεί τις προηγούμενες. Η Δέσποινα όμως, που είχε ερωτευτεί πραγματικά τον Καλογερά έσκισε τη διαθήκη γιατί δεν ήθελε να εκμεταλλευτεί την αγάπη του. Οπότε το 10 το κληρονόμησε το ζεύγος Χαριτάκη. Ο Νταηγιώργης απείλησε τους Χαριτάκηδες με δικαστήρια και διέσυρε την Ειρήνη Χαριτάκη. Έτσι αυτή για να γλιτώσει απ’ τις συκοφαντίες του Νταηγιώργη τού προτείνει να του παραχωρήσει ένα ποσοστό του 10 κι εκείνος δέχεται. Και κάπως έτσι οι οικογένειες Νταηγιώργη και Χαριτάκη έγιναν ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας.
Στη συνέχεια γνωρίζουμε τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου. Τα αδέλφια Νίκο και Μιχάλη Βάλβη που έχουν το μπακάλικο, το καφενείο και την ταβέρνα του 10. Η μεγαλύτερη έγνοια του Μιχάλη είναι να παντρέψει τις δυο αδελφές του για να μπορέσει να παντρευτεί την αγαπημένη του Άννα Λέφα. Τη λύση θα δώσει Κώστας Νταηγιώργης, ένας απ’ τους γιους του Ευάγγελου και της Δέσποινας, ο οποίος προσφέρεται να παντρευτεί τη μικρότερη απ’ τις αδελφές, την Αντωνία, για να βάλει στο χέρι την προίκα. Η μεγαλύτερη αδελφή Παναγιώτα θεωρείται μεγάλη για γάμο, οπότε δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο στην ευτυχία του Μιχάλη. Η Παναγιώτα αισθανόμενη ανεπιθύμητη αυτοκτονεί, η αυτοκτονία της στο βιβλίο απλώς υπαινίσσεται ενώ στην τηλεοπτική μεταφορά του, στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω, αναφέρεται ευθέως. Γνωρίζουμε επίσης τον θρησκόληπτο κρεοπώλη Πολύκαρπο Κουρμπάνη, τον ομοφυλόφιλο μανάβη Αντρέα Φούφα που κλέβει στο ζύγι, τον χασικλή και άνθρωπο του υποκόσμου Γιώργο Λέφα, αδελφό της Άννας, αγαπημένης του Μιχάλη Βάλβη.
Άλλα σημαντικά πρόσωπα του έργου είναι ο Βλάσης Κορνούτος, μαρξιστής και διευθυντής δημοτικού σχολείου. Ο Κορνούτος αγωνίζεται για το κοινό καλό μέσα απ’ τη δουλειά του. Φροντίζει ώστε τα φτωχά παιδιά να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στην παιδεία. Με τον φίλο του Θανάση Κούγια κάνουν μακροσκελείς συζητήσεις για τα προβλήματα της κοινωνίας και την επίλυσή τους. Ο Θανάσης Κούγιας είναι ο γιατρός του Ι.Κ.Α. της περιοχής. Όλη μέρα εξετάζει ασθενείς και ζει με έναν πενιχρό μισθό. Όλοι τον αγαπούν και για την επιστημονική του επάρκεια και για την ηθική του ακεραιότητα. Ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο είναι ο Γιάννης ο Κουλός, ανάπηρος πολέμου και ιδιοκτήτης περιπτέρου. Ζει με τη σύντροφό του την Κατίνα και τα δυο ανίψια της Γιώργο και Άννα Λέφα, στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Δεν θα μπορούσα να παραλείψω την πολυμελή οικογένεια των παντοφλάδων, ίσως τη φτωχότερη οικογένεια του 10. Ασχολούνται με την κατασκευή παντοφλών εξ’ ου και το παρατσούκλι τους. Μια απ’ τις κόρες της οικογένειας, η Σοφούλα, θα πέσει θύμα βιασμού απ’ τον Γιώργο Λέφα και τον Αντρέα Φούφα. Επίσης άξιες αναφοράς είναι η Μαρίνα και η Ντόμενα, οι μεγάλες κουτσομπόλες του 10. Φαρμακόγλωσσες και αθυρόστομες, δεν αφήνουν άνθρωπο που να μη σχολιάσουν. Δυο ενδιαφέροντα πρόσωπα είναι ο Μιχάλης Φουντούκος και ο Βασίλης Νικολάου ή Λούσης. Ο πρώτος είναι πλασιέ και μετέπειτα βιομήχανος καλλυντικών. Έξυπνος και εργατικός, συμπαθητικός και φιλικός, έχει άριστες σχέσεις με όλη τη γειτονιά. Το μόνο του ελάττωμα είναι μια εμμονή. Πιστεύει ότι είναι προορισμένος να γίνει άρχων του κόσμου, έχει καταστρώσει μάλιστα και σχέδιο διακυβέρνησης. Η ιδέα του είναι πολύ απλή: Όλοι οι λαοί του κόσμου πρέπει να ενωθούν σε ένα κράτος με αρχηγό αυτόν. Ο Λούσης ζει κι αυτός στον δικό του ψεύτικο κόσμο. Το παρατσούκλι Λούσης το απέκτησε γιατί μιλούσε συνεχώς για την υποτιθέμενη αδελφή του Λούση, που δεν έχει δει κανείς. Ισχυρίζεται ότι είναι πολύ πλούσιος, κατάγεται απ’ την Αυστρία και το πραγματικό του όνομα είναι Βάλτερ Φίμπερ. Λέει μάλιστα ότι είχε δεκατρία παιδιά που πέθαναν όλα διαδοχικά από αρρώστιες και ατυχήματα. Το επάγγελμα του είναι ψευτοτεχνίτης. Κάνει δηλαδή διάφορα μερεμέτια. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο Στεφανής Δούκας, ναυτικός. Η κρίση της ναυτιλίας τον άφησε άνεργο, η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και έτσι καταλήγει στο 10 όπου νοικιάζει δωμάτιο. Η παράθεση όλων των προσώπων του έργου ξεφεύγει απ’ τον σκοπό και το πλαίσιο αυτού του κειμένου.
Το 2007 το «10» μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη απ’ τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA. Πρόκειται για μια εκπληκτική δουλειά, σπάνια για τα τηλεοπτικά δεδομένα. Το καστ αποτελούν ταλαντούχοι ηθοποιοί: Δημήτρης Καταλειφός, Ρένη Πιττακή, Ερρίκος Λίτσης, Μαρία Ναυπλιώτη, Γιάννης Χαραλαμπόπουλος κ.α. Η σκηνοθεσία της Πηγής Δημητρακοπούλου είναι εξαιρετική, όπως και η σκηνογραφία του Κώστα Παππά. Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου συμπληρώνει αριστουργηματικά το σύνολο. Όπως είναι λογικό υπάρχουν κάποιες διαφορές σε σχέση με το βιβλίο. Η βασικότερη είναι ότι το σήριαλ μας γυρίζει αρκετά χρόνια πίσω. Ο Καλογεράς, ιδιοκτήτης του 10, είναι ακόμα εν ζωή και φυσικά όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα νέα. Επίσης, παραλείπεται εντελώς ένα πρόσωπο που στο βιβλίο καταλαμβάνει σχετικά σημαντικό χώρο. Το πρόσωπο αυτό είναι ο Στεφανής Δούκας.
Η γλώσσα του «10» και στην αφήγηση και στους διαλόγους είναι η γλώσσα των ανθρώπων του μόχθου, ενώ δεν λείπει και η αθυροστομία όπως και το καυστικό χιούμορ. Αν και ημιτελές, οι ήρωές του είναι ολοκληρωμένοι και αποδίδουν έξοχα την εποχή τους. Κάποιες ανακολουθίες ίσως να οφείλονται στο ότι το βιβλίο δεν ολοκληρώθηκε. Για παράδειγμα ο γιατρός Κούγιας σε ένα σημείο κερδίζει μόλις 1.500 δραχμές και με τις επισκέψεις σε σπίτια άλλα τόσα, ενώ σε άλλο σημείο κερδίζει πολύ περισσότερα και μάλιστα προσλαμβάνει νοσοκόμα. Όπως και σε άλλα έργα του Καραγάτση, σε κάποια σημεία υπάρχει αντικομμουνισμός, χωρίς όμως να είναι το κυρίαρχο στοιχείο του έργου. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Γιάννη του Κουλού στο «βουλγάρικο» πολυβόλο που του σακάτεψε το χέρι στο Σκρα, όπως επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι ο αφηγητής αποκαλεί τον εμφύλιο πόλεμο συμμοριτοπόλεμο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Καραγάτσης ήταν ένας συντηρητικός αστός. Αυτό ωστόσο δεν τον εμποδίδει να σατιρίζει τη θρησκοληψία και την υποκρισία του Πολύκαρπου Κουρμπάνη, όπως και να στηλιτεύει την υποκρισία του εφοπλιστή Μαλανδρή.
Το «10» και οι ήρωές του απηχούν την ηθική της εποχής. Η εγκυμοσύνη εκτός γάμου θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα και μάλιστα χειρότερο απ’ τον βιασμό, τα παιδιά εκτός γάμου αποκαλούνται μπάσταρδα, το να αναζητά μια γυναίκα τον πλούσιο γαμπρό που θα της εξασφαλίσει μια άνετη ζωή θεωρείται απόλυτα θεμιτό, η χρήση κάνναβης παρουσιάζεται σαν έγκλημα και η ομοφυλοφιλία σαν κάτι μη φυσιολογικό. Αν παραβλέψει κανείς κάποια στοιχεία που σήμερα ξενίζουν και ίσως εκείνη την εποχή θεωρούνταν δικαιολογημένα, το βιβλίο αποπνέει μια φρεσκάδα και διαβάζεται ευχάριστα και σήμερα. Ο Καραγάτσης δεν αντιμετωπίζει τη φτωχολογιά με υπεροψία. Κάθε μέρα κατέβαινε στον Πειραιά για να μιλήσει και να παρατηρήσει ανθρώπους. Αναλύει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό τον ηρώων του σε βάθος για αυτό και θυμίζουν ανθρώπους που θα μπορούσαμε να είχαμε γνωρίσει. Ωστόσο εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Απ’ τα δεκάδες πρόσωπα του έργου ούτε ένα δεν είναι πρόσφυγας και δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Πειραιά. Απ’ ό,τι ξέρουμε ο Καραγάτσης σχεδίαζε να τελειώσει το «10» με μια πυρκαγιά που θα το κατέστρεφε ολοσχερώς. Ίσως αυτή η πυρκαγιά να έχει συμβολική σημασία. Ξεκίνησε τη συγγραφή του το 1958, ενώ είχε ήδη πρόβλημα με την καρδιά του. Πεθαίνοντας, το 1960, η τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει ήταν «Ας γελάσω». Η φράση αυτή ανήκει στον κομμουνιστή Μέντη Παυλόπουλου και αναφέρεται στον διορισμένο γραμματέα της Γ.Σ.Ε.Ε., κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με τον Βλάση Κορνούτο για μια επικείμενη απεργία. Ποτέ δεν θα μάθουμε πώς κατέληξε αυτή η συζήτηση. Ίσως ο συγγραφέας θα ήθελε να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη. Άλλωστε η φαντασία είναι βασικό στοιχείο του έργου του.
Πηγές
Μ. Καραγάτση, Το 10, έκδοση του βιβλιοπωλείου της Εστίας
Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, 2008
Σπανάκου Ζωή, Εισήγηση στο 1ο Συνέδριο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «Καραγάτσεια 2007», Λάρισα 19 Μαιου 2007
Αντιγόνη Βλαβιανού, Μ. Καραγάτσης – Romain Gary Όταν η πολυώνυμη φαντασία συναντά μια ψευδώνυμη πραγματικότητα
Ελένη Μπερτσάτου, Διαβάζοντας τον Καραγάτση, Αθήνα 16/6/2008
Νίκος Σαραντάκος, Όταν ο Καραγάτσης συνομιλούσε με τους Πρωτοπόρους, 23/10/2016